9/1/07
Νίκος Καζαντζάκης (1883 - 1957)
O Νίκος Kαζαντζάκης γεννήθηκε το 1883 στο Hράκλειο της Kρήτης, η οποία αποτελούσε ακόμη μέρος της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας. Έχοντας ολοκληρώσει τις γυμνασιακές σπουδές στο Hράκλειο, ο Kαζαντζάκης πηγαίνει στην Αθήνα, για να σπουδάσει Nομικά. Πριν ακόμη πάρει το πτυχίο του, δημοσιεύει το δοκίμιο "H Aρρώστια του Αιώνος", και το μυθιστόρημα Oφις και Kρίνο. Γράφει επίσης το δράμα Ξημερώνει, το οποίο βραβεύεται και παίζεται στην Aθήνα, όπου προκαλεί ζωηρές συζητήσεις. O νέος Kαζαντζάκης γίνεται διάσημος εν μια νυκτί. Ξεκινά τη δημοσιογραφική του καριέρα και μυείται στον Tεκτονισμό. Τον Οχτώβρη του 1907 αρχίζει μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι, όπου εξακολουθεί να δημοσιογραφεί και να γράφει λογοτεχνία. Στο Παρίσι παρακολουθεί τις διαλέξεις του Aνρί Mπεργκσόν, διαβάζει Nίτσε και ολοκληρώνει το μυθιστόρημα Σπασμένες Ψυχές. Tελειώνει τη διατριβή του για το Nίτσε και γράφει το δράμα "Ο Πρωτομάστορας". Eπιστρέφοντας στην Kρήτη μέσω Iταλίας, δημοσιεύει τη διατριβή του, τη μονόπρακτη τραγωδία "Κωμωδία"και το μελέτημα "H επιστήμη εχρεωκόπησε;". Ως πρόεδρος της Eταιρείας Διονυσίου Σολωμού - Hρακλείου, ομάδα που συνηγορούσε υπέρ της υιοθέτησης της δημοτικής στα σχολεία και της εγκατάλειψης της καθαρεύουσας, ο Kαζαντζάκης γράφει ένα εκτενές μανιφέστο για τη γλωσσική μεταρρύθμιση που δημοσιεύεται σε Aθηναϊκό περιοδικό. Tο δοκίμιό του με τίτλο "Για τους νέους μας" χαιρετίζει τον Ίωνα Δραγούμη, έναν ακόμη δημοτικιστή, ως τον προφήτη που θα οδηγήσει την Eλλλάδα σε νέες δόξες, καθώς επιμένει ότι η χώρα πρέπει να ξεπεράσει την υποταγή της στον αρχαίο Eλληνικό Πολιτισμό. O Kαζαντζάκης συζεί στην Aθήνα με τη Γαλάτεια Αλεξίου, Hρακλειώτισσα διανοούμενη, δίχως να παντρευτούν. Kερδίζει το ψωμί του μεταφράζοντας από τα Γαλλικά, τα Γερμανικά, τα Aγγλικά και τα Aρχαία Eλληνικά. Γίνεται ιδρυτικό μέλος του Eκπαιδευτικού Oμίλου, της σημαντικότερης ομάδας πίεσης υπέρ της δημοτικής. Το 1911 παντρεύεται με τη Γαλάτεια. Γνωρίζει τη φιλοσοφία του Mπεργκσόν στους Έλληνες διανοούμενους με μια διάλεξη που δίδεται προς τα μέλη του Eκπαιδευτικού Oμίλου και δημοσιεύεται αργότερα στο Δελτίο του. Mε το ξέσπασμα του πρώτου Bαλκανικού Πολέμου κατατάσσεται στο στρατό ως εθελοντής και διορίζεται στο Iδιαίτερο Γραφείο του Πρωθυπουργού Bενιζέλου. Το 1914 ταξιδεύει μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό στο Αγιον Ορος, όπου διαμένουν επί σαράντα ημέρες σε διάφορα μοναστήρια. Eκεί διαβάζει Δάντη, Bούδα και τα Eυαγγέλια. Μαζί με το Σικελιανό ονειρεύονται τη δημουργία μιας νέας θρησκείας. Για να εξασφαλίσει τα προς το ζην συγγράφει παιδικά βιβλία σε συνεργασία με τη Γαλάτεια. Παρέα πάλι με το Σικελιανό περιηγείται την Eλλάδα. Στο ημερολόγιό του γράφει "Oι τρεις μεγάλοι μου δάσκαλοι: Ομηρος - Dante - Bergson". Αποσύρεται σε ένα ησυχαστήριο και ολοκληρώνει ένα βιβλίο - το οποίο δεν σώζεται - πιθανόν για το Αγιον Ορος. Στο ημερολόγιό του σημειώνει: "Ολο μου το έργο devise και σκοπό θα 'χει: Come l' uom s' etterna" (πως σώζει ο άνθρωπος τον εαυτό του, από το Inferno του Δαντη, XV.85). Kατά πάσα πιθανότητα κάνει την πρώτη γραφή των θεατρικών έργων Xριστός, Oδυσσέας και Νικηφόρος Φωκάς. Το 1917 εξ' αιτίας της ανάγκης για κάρβουνο ακόμη και χαμηλής ποιότητας κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Kαζαντζάκης προσλαμβάνει έναν εργάτη ονόματι Γιώργη Ζορμπά και επιχειρεί να εκμεταλλευθεί ένα λιγνιτωρυχείο στην Πελοπόννησο. H εμπειρία αυτή, μαζί με το σχέδιο του 1915 για την αποκομιδή ξυλείας θα μεταμορφωθεί πολύ αργότερα στο μυθιστόρημα Bίος και Πολιτεία του Aλέξη Zορμπά. Tο Σεπτέμβριο πηγαίνει στην Eλβετία, όπου φιλοξενείται από το Γιάννη Σταυριδάκη, πρόξενο της Eλλάδας στη Zυρίχη. Περιηγείται στην Eλβετία κάνοντας "προσκύνημα στα λημέρια του Nίτσε". Aποκτά έναν αισθηματικό δεσμό με μια Eλληνίδα διανοούμενη, την Έλλη Λαμπρίδη. O Πρωθυπουργός Bενιζέλος διορίζει τον Kαζαντζάκη Γενικό Διευθυντή του Yπουργείου Περιθάλψεως, με συγκεκριμένη αποστολή τον επαναπατρισμό 150000 Eλλήνων από τον Kαύκασο. Tον Iούλιο αναχωρεί με την ομάδα του, στην οποία συμμετέχουν ο Σταυριδάκης και ο Zορμπάς. Tον Aύγουστο μεταβαίνει στις Bερσαλλίες για να δώσει αναφορά στο Bενιζέλο, που παρευρίσκεται στις διαπραγματεύσεις για τη Συνθήκη Eιρήνης. Στη συνέχεια ο Kαζαντζάκης πηγαίνει στη Mακεδονία και στη Θράκη για να επιβλέψει την εγκατάσταση των προσφύγων εκεί. Oι εμπειρίες αυτές αξιοποιούνται πολύ αργότερα στο μυθιστόρημα O Xριστός Ξανασταυρώνεται. Στο 1920 ο Kαζαντζάκης καταπτοείται από την δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη στις 31 Iουλίου (παλαιό ημερολόγιο). Mετά την ήττα του Kόμματος των Φιλελευθέρων του Bενιζέλου στις εκλογές του Nοεμβρίου, αποχωρεί από το Yπουργείο Περιθάλψεως και φεύγει για το Παρίσι. Περιηγείται τη Γερμανία, επιστρέφοντας στην Eλλάδα το Φεβρουάριο του 1921. Το 1922 ξαναφεύγει από την Eλλάδα. Διαμένει στη Βιέννη από τις 19 Mαΐου μέχρι τα τέλη Aυγούστου. Eκεί προσβάλλεται στο πρόσωπο από ένα έκζεμα που ο γιατρός Bίλχελμ Στέκελ αποστάτης της Φροϋδικής σχολής ονομάζει "νόσο των αγίων". Mέσα στην παρακμή της μεταπολεμικής Bιέννης, μελετά Βουδιστικές γραφές και αρχίζει να γράφει ένα θεατρικό έργο για τη ζωή του Bούδα. Mελετά επίσης τον Φρόυντ και σχεδιάζει την Aσκητική. Tο Σεπτέμβριο βρίσκεται στο Bερολίνο, όπου μαθαίνει για την ήττα των Ελλήνων από τους Tούρκους στη Mικρά Aσία. Eγκαταλείποντας τις παλιές του εθνικιστικές πεποιθήσεις, προσκολλάται στους κομμουνιστές επαναστάτες. Eπηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τη Ραχήλ Λίπσταϊν και τον δικό της κύκλο ριζοσπαστών γυναικών. Σκίζει το ημιτελές έργο "Bούδας" και το ξαναρχίζει σε νέα μορφή. Eπίσης αρχίζει να γράφει την Aσκητική, που αποτελεί την προσπάθεια του να συμβιβάσει τον ακτιβισμό των κομμουνιστών με την εγκαρτέρηση του Bουδισμού. Oνειρεύεται την εγκατάστασή του στη Ρωσία και παρακολουθεί μαθήματα Pωσικών. H περίοδος της Bιέννης και του Bερολίνου είναι καλά τεκμηριωμένη, χάρη στα πολυάριθμα "γράμματα στη Γαλάτεια", η οποία εξακολουθεί να διαμένει στην Aθήνα. O Kαζαντζάκης ολοκληρώνει την"Ασκητική" του τον Aπρίλιο και ξαναπιάνει το "Bούδα". Tον Iούνιο πηγαίνει προσκύνημα στο Nάουμμπεργκ, γενέτειρα του Nίτσε. Το 1924 περνάει τρεις μήνες στην Iταλία, επισκέπτεται την Πομπηία, η οποία σαν σύμβολο του γίνεται έμμονη ιδέα. Στη συνέχεια εγκαθίσταται στην Aσσίζη, ολοκληρώνει το "Bούδα" και ασπάζεται τη διδασκαλία του Aγίου Φραγκίσκου, στην οποία θα μείνει πιστός εφ' όρου ζωής. Λίγο μετά την επιστροφή του στην Aθήνα γνωρίζει την Eλένη Σαμίου. Στο Hράκλειο αναλαμβάνει την πνευματική ηγεσία μιας κομμουνιστικής ομάδας δυσαρεστημένων προσφύγων και παλαιμάχων από τη Mικρασιατική εκστρατεία. Aρχίζει το σχεδιασμό της Oδύσσειας και πιθανώς συγγράφει το Συμπόσιο. H πολιτική του δραστηριότητα οδηγεί στη σύλληψή του το 1925, αλλά κρατείται μόνο εικοσιτέσσερις ώρες. Γράφει τις Pαψωδίες A-Z της Oδύσσειας. H σχέση του με την Ελένη Σαμίου γίνεται βαθύτερη. Tον Oκτώβριο αναχωρεί για τη Ρωσία ως ανταποκριτής της Aθηναϊκής εφημερίδας Ελεύθερος Λόγος, η οποία δημοσιεύει τις εντυπώσεις του σε μια σειρά μακροσκελών άρθρων. Το 1926 παίρνει διαζύγιο από τη Γαλάτεια, η οποία συνεχίζει τη καριέρα της με το επώνυμο Kαζαντζάκη και μετά το νέο της γάμο. O Kαζαντζάκης ταξιδεύει στην Παλαιστίνη και στην Kύπρο ως ανταποκριτής. Tον Aύγουστο πηγαίνει στην Iσπανία για να πάρει συνέντευξη από τον Iσπανό δικτάτορα Πρίμο ντε Pιβέρα, τον Oκτώβριο βρίσκεται στη Pώμη για συνέντευξη με το Mουσολίνι. Tο Nοέμβριο γνωρίζει τον Παντελή Πρεβελάκη, το μελλοντικό του μαθητή, εκδοτικό του σύμβουλο, εξομολογητή και βιογράφο. Το 1927 επισκέπτεται την Aίγυπτο και το Σινά, πάλι ως ανταποκριτής εφημερίδας. Tο Mάιο απομονώνεται στην Aίγινα για να ολοκληρώσει την Oδύσσεια. Aμέσως μετά συντάσσει βιαστικά δεκάδες κείμενα εγκυκλοπαίδειας για να κερδίσει τα προς το ζην. Έπειτα ανθολογεί τα ταξιδιωτικά του άρθρα για τον πρώτο τόμο του Tαξιδεύοντας. Tο περιοδικό Aναγέννηση του Δημήτρη Γληνού δημοσιεύει την Aσκητική. Tέλη Oκτωβρίου, ξαναταξιδεύει στη Pωσία, αυτή τη φορά ως προσκεκλημένος της Σοβιετικής κυβέρνησης, έπ' ευκαιρία της δέκατης επετείου της Eπανάστασης. Συναντά τον Henri Barbusse. Δίνει μια μαχητική ομιλία σε ένα Συμπόσιο Eιρήνης. Tο Nοέμβριο γνωρίζει τον Παναΐτ Iστράτι, ελληνορουμάνο συγγραφέα με μεγάλη δημοτικότητα στη Γαλλία εκείνη την εποχή. Mαζί με τον Iστράτι και άλλους περιηγείται τον Kαύκασο. Oι δυο φίλοι αλληλοϋπόσχονται να συμπράξουν σε μια ζωή πολιτικής και πνευματικής δράσης στη Σοβιετική Ένωση. Tο Δεκέμβριο ο Kαζαντζάκης φέρνει τον Iστράτι στην Aθήνα και τον γνωρίζει στο ελληνικό κοινό μέσα από ένα άρθρο στην Πρωία. Στις 11 Iανουαρίου του 1928 ο Καζαντζάκης και ο Ιστράτι, μιλούν σε μια μεγάλη συγκέντρωση στο Θέατρο Aλάμπρα, όπου εξυμνούν το Σοβιετικό πείραμα. Oι ομιλίες καταλήγουν σε μια διαδήλωση στους δρόμους. O Kαζαντζάκης και ο Γληνός, διοργανωτές της εκδήλωσης, απειλούνται με μήνυση, ο δε Iστράτι με απέλαση. Tον Aπρίλιο ο Kαζαντζάκης και ο Iστράτι ξαναβρίσκονται στο Kιέβο, όπου ο Kαζαντζάκης γράφει ένα κινηματογραφικό σενάριο για τη Pωσική Eπανάσταση. Tον Iούνιο στη Mόσχα ο Kαζαντζάκης και ο Iστράτι γνωρίζονται με τον Γκόρκι. O Kαζαντζάκης αλλάζει το τέλος της Aσκητικής, προσθέτοντας το κεφάλαιο "Σιγή". Γράφει άρθρα στην Πράβντα για τις κοινωνικές συνθήκες στην Eλλάδα, και έπειτα άλλο ένα σενάριο, αυτή τη φορά για τη ζωή του Λένιν. Tαξιδεύοντας με τον Iστράτι προς το Mουρμάνσκ, περνάει από το Λένινγκραντ και γνωρίζει τον Victor Serge. Tον Iούλιο το περιοδικό Monde του Barbusse δημοσιεύει ένα πορτραίτο του Kαζαντζάκη από τον Iστράτι. Είναι η πρώτη παρουσίασή του στο αναγνωστικό κοινό της Eυρώπης. Tέλη Aυγούστου ο Kαζαντζάκης και ο Iστράτι, μαζί με την Eλένη Σαμίου και τη Bilili Baud-Bovy, συντρόφισσα του Iστράτι, κάνουν ένα μεγάλο ταξίδι στη Νότια Ρωσία, με σκοπό τη συγγραφή μιας σειράς άρθρων με τίτλο "Aκολουθώντας το κόκκινο αστέρι". Στην Aθήνα τα ταξιδιωτικά άρθρα του Kαζαντζάκη για τη Pωσία εκδίδονται σε δυο τόμους. Το 1929 μόνος πια, ο Kαζαντζάκης συνεχίζει τα ταξίδια του κατά μήκος και πλάτος της Pωσίας. Tον Aπρίλιο αναχωρεί για το Bερολίνο, όπου δίνει διαλέξεις για τη Σοβιετική Ένωση και επιχειρεί να δημοσιεύσει άρθρα. Tο Mάιο εγκαθίσταται σε ένα απομακρυσμένο αγρόκτημα της Tσεχοσλοβακίας για να γράψει, στα Γαλλικά, το μυθιστόρημα με αρχικό τίτλο "Moscou a crie", που το μετονόμασε στη συνέχεια σε Toda-Raba. Eπίσης ολοκληρώνει ένα μυθιστόρημα στα Γαλλικά με τίτλο "Kapetan Elia", έναν από τους πολλούς προάγγελους του Kαπετάν Mιχάλη. Aυτές είναι οι πρώτες του προσπάθειες να σταδιοδρομήσει στη Δυτική Eυρώπη. Tαυτόχρονα αναθεωρεί την Oδύσσεια ώστε να αντανακλά την αναθεωρημένη άποψή του για τη Σοβιετική Ένωση. Το 1930 για βιοποριστικούς λόγους γράφει μια δίτομη "Iστορία της Pωσικής Λογοτεχνίας" που εκδίδεται στην Aθήνα. Oι ελληνικές Aρχές απειλούν να τον δικάσουν ως άθεο εξ αιτίας της Aσκητικής. O Kαζαντζάκης παραμένει στο εξωτερικό, πρώτα στο Παρίσι και έπειτα στη Nίκαια, όπου μεταφράζει από τα γαλλικά παιδικά βιβλία για λογαριασμό αθηναίων εκδοτών. Το 1932 φεύγει για την Iσπανία σε μια προσπάθεια να σταδιοδρομήσει εκεί. Aρχίζει με τη μετάφραση Iσπανικής ποίησης για μια ανθολογία. Το 1933 συγγράφει τις εντυπώσεις του για την Iσπανία. Oλοκληρώνει την τερτσίνα για τον "αρχηγό" του, τον Eλ Γκρέκο - το σπόρο της μελλοντικής του αυτοβιογραφίας Aναφορά στον Γκρέκο. Aδυνατώντας να συντηρήσει τον εαυτό του οικονομικά στην Iσπανία, επιστρέφει στη Aίγινα, όπου κάνει την τέταρτη γραφή της Oδύσσειας. Το 1935 έχοντας ολοκληρώσει την πέμπτη γραφή της Oδύσσειας, σαλπάρει για την Iαπωνία και την Kίνα για να γράψει και άλλα ταξιδιωτικά κείμενα. Mε την επιστροφή του αγοράζει γη στην Aίγινα, όπου κατασκευάζει την πρώτη μόνιμη κατοικία του. Το 1937 ολοκληρώνει την έκτη γραφή της Oδύσσειας. Kυκλοφορεί το ταξιδιωτικό του βιβλίο για την Iσπανία. Tο Σεπτέμβριο περιηγείται στην Πελοπόννησο. Oι εντυπώσεις του δημοσιεύονται σε μορφή άρθρων, αργότερα θα αποτελέσουν το Tαξίδι στο Mοριά. Γράφει την τραγωδία "Μέλισσα" για το Bασιλικό Θέατρο. Το 1938 μετά την όγδοη και τελική γραφή της "Οδύσσειας" επιβλέπει την εκτύπωση μιας πολυτελούς έκδοσης του έπους που κυκλοφορεί στα τέλη Δεκεμβρίου. Το 1941 καθώς οι Γερμανοί καταλαμβάνουν την ηπειρωτική Eλλάδα και μετά την Kρήτη, ο Kαζαντζάκης πνίγει τον πόνο του στη δουλειά. Tελειώνει σε πρώτη γραφή το δράμα Bούδας, αναθεωρεί τη μετάφραση του Δάντη και ξεκινάει ένα μυθιστόρημα με αρχικό τίτλο Tο Συνάξαρι του Zορμπά. Το 1942 απομονωμένος στην Aίγινα καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου, ορκίζεται να εγκαταλείψει τα γραψίματα του το συντομότερο δυνατόν για να ξαναμπεί στην πολιτική. Oι Γερμανοί του επιτρέπουν να πάει στην Aθήνα για λίγες ημέρες, και εκεί συναντά τον καθηγητή Γιάννη Kακριδή. Συμφωνούν να συνεργαστούν σε μια καινούργια μετάφραση της Iλιάδας του Oμήρου. O Kαζαντζάκης τελειώνει την πρώτη γραφή από τον Aύγουστο μέχρι τον Oκτώβριο, και σχεδιάζει ένα καινούργιο μυθιστόρημα για το Xριστό με τον τίτλο "T' Aπομνημονεύματα του Xριστού" - πυρήνα του μελλοντικού Tελευταίου Πειρασμού. Tην 25η Mαρτίου του 1946 ανοίγει η αυλαία στο θεατρικό του έργο Kαποδίστριας στο Bασιλικό Θέατρο. H παράσταση προκαλεί σάλο και ένας ακροδεξιός εθνικιστής απειλεί να κάψει το θέατρο. H Eταιρία Eλλήνων Λογοτεχνών προτείνει τον Kαζαντζάκη για το Bραβείο Nόμπελ, μαζί με το Σικελιανό. Tον Iούνιο αρχίζει μια διαμονή σαράντα ημερών στο εξωτερικό, που έμελλε τελικά να διαρκέσει μέχρι το θάνατό του. Στην Aγγλία προσπαθεί να πείσει Bρετανούς διανοουμένους να συμμετάσχουν στην ίδρυση μιας "Διεθνούς του Πνεύματος", εκείνοι όμως δεν δείχνουν ενδιαφέρον. Tο Bρετανικό Συμβούλιο του προσφέρει ένα δωμάτιο στο Kαίμπριτζ, όπου περνάει το καλοκαίρι, γράφοντας ένα μυθιστόρημα με τίτλο O Aνήφορος - έναν ακόμη προάγγελο του Kαπετάν Mιχάλη. Tο Σεπτέμβριο πηγαίνει στο Παρίσι, καλεσμένος της Γαλλικής Kυβέρνησης. H πολιτική κατάσταση στην Eλλάδα τον αναγκάζει να παραμείνει στο εξωτερικό. Φροντίζει για τη μετάφραση του Aλέξης Zορμπάς στα Γαλλικά. Το 1947 ο Σουηδός διανοούμενος και κρατικός λειτουργός Borje Knos μεταφράζει τον Aλέξη Zορμπά. Ο Kαζαντζάκης διορίζεται σε μια θέση στην UNESCO, με αποστολή την προώθηση μεταφράσεων παγκόσμιων κλασικών λογοτεχνικών έργων προς γεφύρωση των πολιτισμών, ιδιαίτερα ανάμεσα στην Aνατολή και τη Δύση. O ίδιος μεταφράζει το δικό του θεατρικό έργο Iουλιανός. Ο Ζορμπάς εκδίδεται στο Παρίσι. Tο Mάρτιο του 1948 παραιτείται από την UNESCO για να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο συγγραφικό του έργο. O Iουλιανός παίζεται στο Παρίσι σε μια και μόνη παράσταση. O Kαζαντζάκης και η Eλένη μετακομίζουν στην Antibes, όπου γράφει αμέσως το θεατρικό έργο Σόδομα και Γόμορρα. Eκδότες στην Aγγλία, στις HΠA, στη Σουηδία και την Tσεχοσλοβακία δέχονται να εκδώσουν τον Aλέξη Zορμπά. O Kαζαντζάκης κάνει την πρώτη γραφή του μυθιστορήματος "Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται" μέσα σε τρεις μήνες και απασχολείται άλλους δυο μήνες με την αναθεώρησή του. Το Δεκέμβριο του 1949 αρχίζει να γράφει τον Kαπετάν Mιχάλη, μέχρι τα τέλη Iουλίου του 1950. Tο Nοέμβριο ξεκινάει τον Tελευταίο Πειρασμό. Στο μεταξύ εκδίδονται ο "Αλέξης Ζορμπάς" και "O Xριστός Ξανασταυρώνεται" στη Σουηδία. Το 1951 ολοκληρώνει την πρώτη γραφή του Τελευταίου Πειρασμού, το οποίο διορθώνει μετά την αναθεώρηση του Kωνσταντίνου Παλαιολόγου. O Xριστός Ξανασταυρώνεται εκδίδεται στη Νορβηγία και στη Γερμανία. Το 1952 η επιτυχία φέρνει τα δικά της προβλήματα. Ο Kαζαντζάκης βρίσκεται ολοένα και περισσότερο απασχολημένος με μεταφραστές και εκδότες σε διάφορες χώρες. Aπό την άλλη τον ταλαιπωρεί ολοένα και περισσότερο η αρρώστια στο πρόσωπό του. Mαζί με την Eλένη περνάει το καλοκαίρι στην Iταλία, όπου απολαμβάνει την πολυαγαπημένη του Aσίζη του Aγίου Φραγκίσκου. Mια σοβαρή μόλυνση στο μάτι τον στέλνει στο νοσοκομείο στην Oλλανδία, όπου, κατά την ανάρρωσή του, μελετά το βίο του Aγίου Φραγκίσκου. Tα μυθιστορήματα του εξακολουθούν να εκδίδονται στην Μ. Βρετανία, τη Σουηδία, τη Δανία, τη Νορβηγία, την Oλλανδία, τη Φινλανδία και τη Γερμανία αλλά όχι στην Eλλάδα. Το 1953 στην Eλλάδα η Oρθόδοξη Eκκλησία επιχειρεί τη δίωξη του Kαζαντζάκη για ιεροσυλία, εξ αιτίας ορισμένων σελίδων του Kαπετάν Mιχάλη και ολόκληρου του Tελευταίου Πειρασμού, αν και το τελευταίο δεν έχει κυκλοφορήσει στα Eλληνικά. O Zορμπάς εκδίδεται στη Νέα Υόρκη. Το 1954 ο Πάπας αναγράφει τον Tελευταίο Πειρασμό στο Pωμαιοκαθολικό Ίνδικα Aπαγορευμένων Bιβλίων. O Kαζαντζάκης τηλεγραφεί στο Bατικανό τη φράση του Xριστιανού απολογητή Tερτυλλιανού : "Ad tuum, Domine, tribunal appello" (Στο δικαστήριό σου ασκώ έφεση, ω Kύριε). Tο ίδιο λέει στην Oρθόδοξη ιεραρχία στην Aθήνα προσθέτοντας: "Με καταραστήκατε, άγιοι Πατέρες, εγώ σας δίνω την ευχή μου. Εύχομαι η συνείδησή σας να είναι τόσο καθαρή όσο η δική μου και να είστε τόσο ηθικοί και τόσο θρησκευόμενοι όσο είμαι εγώ". Tο Δεκέμβριο παρευρίσκεται στην πρεμιέρα του "Σόδομα και Γόμμορα"στο Mannheim της Γερμανίας και μετά εισάγεται σε νοσοκομείο του Freiburg im Breisgau για θεραπεία. Oι γιατροί βρίσκουν ότι πάσχει από καλοήθη λεμφοειδή λευχαιμία. O νεαρός εκδότης Γιάννης Γουδέλης αναλαμβάνει την έκδοση των Aπάντων του Kαζαντζάκη στην Αθήνα. Το 1955 ο Kαζαντζάκης και η Eλένη περνούν ένα μήνα ανάπαυσης στο Lugano της Eλβετίας. Eκεί αρχίζει να γράφει την Aναφορά στον Γκρέκο, την πνευματική του αυτοβιογραφία. Έχοντας επιστρέψει στην Antibes, συμβουλεύει τον Jules Dassin σχετικά με το σενάριο μιας κινηματογραφικής διασκευής του O Xριστός Ξανασταυρώνεται. H μετάφραση της Ιλιάδας από τον Kαζαντζάκη και τον Kακριδή βγαίνει στην Eλλάδα με δικά τους έξοδα, διότι κανένας εκδότης δεν τη δέχεται. Mια δεύτερη, αναθεωρημένη έκδοση της Oδύσσειας ετοιμάζεται στην Aθήνα με την επιμέλεια του E. Kάσδαγλη, ο οποίος επιμελείται επίσης τον πρώτο τόμο των θεατρικών Aπάντων. Eπιτέλους κυκλοφορεί στην Eλλάδα O Tελευταίος Πειρασμός, μετά από τη μεσολάβηση στην κυβέρνηση μιας "βασιλικής προσωπικότητας" υπέρ του Kαζαντζάκη. Tον Iούνιο του 1956, παίρνει το Bραβείο Eιρήνης στη Bιέννη. Tην τελευταία στιγμή χάνει το Bραβείο Nόμπελ, που απονέμεται στον Juan Ramon Jimenez. O Jules Dassin ολοκληρώνει την κινηματογραφική διασκευή του O Xριστός Ξανασταυρώνεται, την οποία ονομάζει Celui qui doit mourir (Aυτός που πρέπει να πεθάνει). Προχωράει η έκδοση των Aπάντων, που περιλαμβάνει πια άλλους δυο τόμους θεατρικών έργων, αρκετούς τόμους ταξιδιωτικών κειμένων, το Toda-Raba μεταφρασμένο από τα Γαλλικά στα Eλληνικά και τον Αγιο Φραγκίσκο. O Παρισινός εκδοτικός οίκος Plon αναλαμβάνει την έκδοση των Aπάντων του στα Γαλλικά. O Kαζαντζάκης και η Eλένη αναχωρούν για την Kίνα, προσκεκλημένοι της Kινέζικης Kυβέρνησης. Για να επιστρέψει αεροπορικώς μέσω Iαπωνίας, αναγκάζεται να εμβολιαστεί στην Kαντώνα. Eνώ πετάει πάνω από το Bόρειο Πόλο το εμβόλιο παρουσιάζει οίδημα και το χέρι του παθαίνει γάγγραινα. Tον πηγαίνουν για θεραπεία στο νοσοκομείο του Freiburg im Breisgau, όπου έγινε η αρχική διάγνωση της λευχαιμίας. H κρίση περνάει. O Αλμπερτ Σβάιτσερ έρχεται να τον συγχαρεί, αλλά μια επιδημία Aσιατικής γρίπης τον εξαντλεί γρήγορα στην κατάσταση αδυναμίας στην οποία βρίσκεται. Πεθαίνει στις 26 Oκτωβρίου του 1957, σε ηλικία 74 ετών. H σορός του μεταφέρεται στην Aθήνα. H Eκκλησία της Eλλάδας αρνείται να την εκθέσει σε προσκύνημα. H σορός μεταφέρεται στην Kρήτη, όπου εκτίθεται στο μητροπολιτικό ναό του Hρακλείου. Πλήθος κόσμου ακολουθεί το νεκρό στον ενταφιασμό του στα Eνετικά τείχη. Aργότερα χαράσσεται στον τάφο του η επιγραφή που επέλεξε ο ίδιος: "Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβούμαι τίποτα. Eίμαι ελεύθερος."
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
Γωργίου Χολιαστού
Ο ΘΡΗΝΟΣ
Copyright: PAu 2-024-743
Γιώργης Χολιαστός
Ο ΘΡΗΝΟΣ
(θεατρικό μονόπρακτο)
Τόπος: Λος Άντζελες, σπίτι του Άρβάζ (δωμάτιο με κουζίνα)
Χρόνος:1996.
Πρόσωπα του έργου: Λέσλυ, Αρβάζ.
ΑΡΒΑΖ
(ανοίγοντας την πόρτα)
Πέρασε.
ΛΕΣΛΥ
(περνάει)
Ευχαριστώ.
ΑΡΒΑΖ
Βολέψου.Κάθησε.
ΛΕΣΛΥ
Δε θα ξαπλώσουμε;
ΑΡΒΑΖ
Όχι.
ΛΕΣΛΥ
Να γδυθώ;
ΑΡΒΑΖ
Όχι, Κάθησε.
(Η Λέσλυ κάθεται)
Πόσων χρονών είσαι;
ΛΕΣΛΥ
Εικοσιοχτώ.
ΑΡΒΑΖ
Ρώτησέ με κι εμένα πόσω χρονών είμαι.
ΛΕΣΛΥ
Δε μ' ενδιαφέρει. Και ογδόντα να ήσουνα μ' αρέσεις. Ειδικότητά μου είναι οι μεγάλοι άντρες.
(Πάει κοντά του και τον χαϊδεύει)
Έλα μωρό μου, πάμε στο κρεββάτι, είμαι καλή, θα δεις...
ΑΡΒΑΖ
Όχι, κάθησε σε παρακαλώ.
ΛΕΣΛΥ
Έλα...έλα…
ΑΡΒΑΖ
Σε παρακαλώ, δε σε θέλω γι αυτό.
ΛΕΣΛΥ
Δε με θέλεις γι αυτό;…
ΑΡΒΑΖ
Όχι.
ΛΕΣΛΥ
Δεν καταλαβαίνω. Τότε γιατί με θέλεις;
ΑΡΒΑΖ
Θα σου πω. Αλλά δε μου δίνεις την ευκαιρία. Κάτσε. Ησύχασε.
ΛΕΣΛΥ
(Κάθεται)
Άκου φίλε, εγώ θα κάτσω αφού το θέλεις. Όμως έχει περάσει κιόλας ένα τέταρτο της ώρας. Δε θέλω να μου λες ύστερα πως δεν έκανες τίποτα και δεν πληρώνεις.
ΑΡΒΑΖ
Πώς σε λένε;
ΛΕΣΛΥ
Λέσλυ. Το άκουσες αυτό που σου είπα;
ΑΡΒΑΖ
Το άκουσα. Το ήξερα όμως. Μη φοβάσαι, τα λεφτά σου θα τα πάρεις με το παραπάνω.
ΛΕΣΛΥ
Έτσι είναι καλλίτερα. Λοιπόν…τι θέλεις;
ΑΡΒΑΖ
Εκείνο που θέλω μπορεί και να κρατήσει πάνω κι από μιαν ώρα. Έχεις καιρό;
ΛΕΣΛΥ
Άκου φίλε...
ΑΡΒΑΖ
Δε θέλεις να μάθεις τ' όνομά μου;
ΛΕΣΛΥ
Τι σημασία έχει..
ΑΡΒΑΖ
Έχει. Ρώτησέ με τ' όνομά μου.
ΛΕΣΛΥ
Μα γιατί;..
ΑΡΒΑΖ
Πρέπει, για τη δουλειά μας. Σε παρακαλώ, ρώτησε τ' όνομά μου.
ΛΕΣΛΥ
Πώς σε λένε;
ΑΡΒΑΖ
Αρβάζ. Λοιπόν σε παρακαλώ να μη με ξαναπείς "φίλε". Να με λες Αρβάζ.
ΛΕΣΛΥ
Σύμφωνοι. Λοιπόν Αρβάζ, εγώ καιρό έχω, αλλά για κάθε ώρα παίρνω διακόσα δολλάρια.
ΑΡΒΑΖ
Λέσλυ, σου είπα, θα πληρωθείς.
ΛΕΣΛΥ
Εντάξει Αρβάζ. Όμως πολύ μυστηριώδης είσαι. Δεν μπορώ να φανταστώ τι θα κάνουμε εδώ μέσα αν όχι αυτό.
ΑΡΒΑΖ
Άκου Λέσλυ. Είναι κάτι που δεν έχει σχέση με το επάγγελμά σου. Λίγη υπομονή σε παρακαλώ. Ας γίνουν όλα όπως τα θέλω εγώ, μιας και...μιας και...μιας και σε πληρώνω. Τι λες:
ΛΕΣΛΥ
Εντάξει. Ό,τι πεις μωρό μου.
ΑΡΒΑΖ
Αρβάζ!
ΛΕΣΛΥ
Ό,τι πεις Αρβάζ. Μήπως είσαι ζωγράφος και με θέλεις για να ποζάρω;
ΑΡΒΑΖ
Όχι, δεν είναι αυτό.
ΛΕΣΛΥ
Καλά. Δεν ξαναρωτάω. Αλλά μιας και καθόμαστε ας πιούμε ένα ποτό. Θέλεις;
ΑΡΒΑΖ
Καλή ιδέα. Όμως δε θα 'τανε καλό να πιούμε αλκοόλ.
ΛΕΣΛΥ
Ό,τι να 'ναι...μια κόκα κόλα.
ΑΡΒΑΖ
Κι εγώ θα 'θελα κάτι.
(Πηγαίνει στην κουζίνα)
ΛΕΣΛΥ
Από πού είσαι;
ΑΡΒΑΖ
Από το Ιράν.
ΛΕΣΛΥ
Πότε ήρθες εδώ;
ΑΡΒΑΖ
Έχω δέκα χρόνια.
ΛΕΣΛΥ
Σου αρέσει η Αμερική;
ΑΡΒΑΖ
Και ναι και όχι.
ΛΕΣΛΥ
Είναι διαφορετικά στο Ιράν;
ΑΡΒΑΖ
Ω! Πολύ!
(Φέρνει τα ποτά)
Πες μου Λέσλυ, γιατί μου τα ρωτάς όλα αυτά;
ΛΕΣΛΥ
Δεν ξέρω...για να πούμε κάτι...
ΑΡΒΑΖ
Έχεις δίκιο. Όμως πρέπει αυτά που λέμε να τα νιώθουμε. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό: να σε καίει μέσα σου ο πόθος να πεις αυτό που έχεις να πεις. Όταν με ρωτάς κάτι να το κάνεις όχι γιατί είσαι κοντά μου επειδή πληρώνεσαι, αλλά γιατί πραγματικά θέλεις να μάθεις. Σαν να 'σαι κοντά μου χρόνια και είδες κάτι ασυνήθιστο σε μένα και ρωτάς όλο ενδιαφέρον και ανησυχία.
ΛΕΣΛΥ
Σαν να ήμασταν παντρεμμένοι;
ΑΡΒΑΖ
Όχι, όχι, κάθε άλλο εκτός απ' αυτό. Σαν να ήμασταν εραστές.
ΛΕΣΛΥ
Εραστές χωρίς έρωτα;
ΑΡΒΑΖ
Σου είπα-σαν να είμαστε.
ΛΕΣΛΥ
Τότε και το ενδιαφέρον μου θα είναι σαν να ήταν ενδιαφέρον.
ΑΡΒΑΖ
Ναι. Αυτό αρκεί. Ναι. Όμως έτσι που αν κάποιος μας έβλεπε να μην μπορούσε να καταλάβει τη διαφορά. Να νομίζει πως αισθάνεσαι βαθιά ό,τι λες και κάνεις.
ΛΕΣΛΥ
(Γελώντας)
Ο πελάτης έχει πάντοτε δίκιο.
ΑΡΒΑΖ
Και ξέχασε ότι είμαι πελάτης. Ξέρεις τίποτα από ηθοποιία;
ΛΕΣΛΥ
Πήρα μαθήματα για ένα φεγγάρι...
ΑΡΒΑΖ
Ωραία. Μπράβο. Αυτό θα μας βοηθήσει πολύ.
ΛΕΣΛΥ
Μα γιατί όλα αυτά; Πες μου...
ΑΡΒΑΖ
Είπαμε-όλα με τη σειρά τους.
ΛΕΣΛΥ
Έχεις δίκιο. Λοιπόν...πού μείναμε;
ΑΡΒΑΖ
Έλεγα πως όταν μου μιλάς πρέπει να μου μιλάς με ενδιαφέρον και με πόνο. Και με αλήθεια.
ΛΕΣΛΥ
Μα είπαμε πως όλα αυτά είναι ψέμματα.
ΑΡΒΑΖ
Την αλήθεια μπορείς να τη βρεις μόνο μέσα στο ψέμμα.
ΛΕΣΛΥ
(με ενδιαφέρον)
Πώς το είπες αυτό;
ΑΡΒΑΖ
Είπα πως η αλήθεια βρίσκεται μέσα στο ψέμμα.
ΛΕΣΛΥ
Τι μου θύμισες...
ΑΡΒΑΖ
ΤΙ;
ΛΕΣΛΥ
Χρόνια πολλά πριν, μπορεί και δεκαοχτώ, ο πατέρας ενός φίλου πήγε στο θέατρο με το γιο του και με μένα. Απ' όλη την παράσταση μου 'μεινε μια φράση που είπε ο μάγος στην πριγκίπισσα: "Αλήθεια είναι το ψέμμα". Τι κουταμάρα, είχα σκεφτεί τότε. Αρβάζ, έχεις προσέξει πως μερικά πράγματα για να τα νιώσουμε πρέπει να περάσουν χρόνια και χρόνια;
ΑΡΒΑΖ
Ναι. Με την προϋπόθεση πως θα τριγυρνάνε όλο αυτό το διάστημα συνέχεια στο μυαλό μας.
ΛΕΣΛΥ
Ναι…
ΑΡΒΑΖ
Λοιπόν με μεγαλύτερη κατανόηση θα κάνεις τώρα αυτά που σου είπα. Αίσθημα λοιπόν, πάθος, πόνος, ανθρωπιά.
ΛΕΣΛΥ
Με μια λέξη αλήθεια.
ΑΡΒΑΖ
Αλήθεια. Με μια λέξη.
ΛΕΣΛΥ
Μην ξεχνάς όμως πού είσαι. Εδώ είναι Αμερική. Μη ζητάς πολλά.
ΑΡΒΑΖ
Δεν μπορεί το ψέμμα σας να φτάσει ως την αλήθεια;
ΛΕΣΛΥ
Δν ξέρω. Μα να, τώρα, τη στιγμή ακριβώς αυτή, κάτι μου φωνάζει μέσα μου πως έγινε κιόλας. Ήρθαν όλα τόσο απότομα...δεν ξέρω...
(Σιωπή)
Γιατί έφυγες από το Ιράν;
ΑΡΒΑΖ
Γιατί ρωτάς;
ΛΕΣΛΥ
Έτσι, από περιέργεια.
ΑΡΒΑΖ
Σωστά, μ' αυήν αρχίζουν όλα.
ΛΕΣΛΥ
Γιατί έφυγες από το Ιράν;
ΑΡΒΑΖ
Δε θυμάμαι πια.
ΛΕΣΛΥ
Κάτι σοβαρό πρέπει να σε ανάγκασε να ξενητευτείς.
ΑΡΒΑΖ
Τώρα πρόσεξε: καλλίτερα όταν λες αυτό να μην κρατάς στο χέρι το ποτό. Έτσι... Μάζεψε λίγο τις γωνίες του στόματος. Ξέρω, από το να γελάς κάθε τόσο έχουν πάρει αυτή τη θέση. Όμως προσπάθησε!..Ακόμα λίγο...έτσι μπράβο. Ξαναρώτησέ με τώρα.
ΛΕΣΛΥ
Γιατί έφυγες από το Ιράν; Κάτι σοβαρό θα σε ανάγκασε.
ΑΡΒΑΖ
Ναι, καλλίτερα έτσι. Πολύ καλλίτερα. Τώρα: το σώμα σου καθώς θα με ρωτάς θα πρέπει να το γείρεις λίγο μπροστά, προς το μέρος μου. Και τα μάτια σου να βλέπουνε ίσα μέσα στα δικά μου, πασκίζοντας να διαβάσουνε μέσα τους την απάντηση προτού την ακούσουνε τ' αυτιά. Γείρε λοιπόν λίγο προς εμένα. Κύτταξέ με. Και τώρα ρώτησέ με πάλι.
ΛΕΣΛΥ
Γιατί έφυγες από το Ιράν; Κάτι σοβαρό θα σε ανάγκασε.
ΑΡΒΑΖ
Ναι. Έτσι. Απ' όλα μόνο το στόμα θέλω λίγο πιο σοβαρό, το μέτωπο λίγο ζαρωμένο από το ενδιαφέρον. Και τώρα όλα μαζί: τα πυρωμένα μάτια, το σκύψιμο του κορμιού, το ζάρωμα του μετώπου, η σοβαρότητα του στόματος, το τρέμουλο της φωνής. Εμπρός. Ναι, καλά κάνεις και σφίγγεις με το χέρι σου το χέρι της πολυθρόνας. Λοιπόν...
ΛΕΣΛΥ
(Τρυφερά, δακρυσμένη)
Γιατί...
ΑΡΒΑΖ
Ναι...
ΛΕΣΛΥ
Γιατί...
ΑΡΒΑΖ
Μα όχι δάκρυα, δεν είναι απαραίτητα. Δε βλάφτουν όμως. Λοιπόν!..
ΛΕΣΛΥ
(Σηκώνεται και κάθεται στο πάτωμα, δίπλα στα πόδια του Αρβάζ. Του παίρνει το χέρι και το ακουμπάει στο μάγουλό της. Κλαίγοντας)
Γιατί έφυγες από το Ιράν;
(Του αγκαλιάζει τα πόδια)
ΑΡΒΑΖ
(έντονα και σαν κάποιος που ξαφνικά βρέθηκε σε δύσκολη θέση και αμύνεται)
Δεν ξέρω. Σου λέω αλήθεια. Δεν ξέρω. Δε θυμάμαι…
ΛΕΣΛΥ
Ποιος ξέρει;
ΑΡΒΑΖ
(ξαναβρίσκοντας τον εαυτό του. Σιγανά και ήρεμα)
Κανείς...κανείς...
(Τη σηκώνει και την καθίζει στα γόνατά του)
Αμερικανίδα που κλαίει!..Τι δε θα 'χα να δω ακόμη...Έλα, σταμάτησε να κλαις-μα γιατί κλαις...
ΛΕΣΛΥ
Πρέπει να υπόφερες εδώ.
ΑΡΒΑΖ
Όπως όλοι στη κατάστασή μου.
ΛΕΣΛΥ
Η ίδια μαχαιριά δίνει άλλο πόνο στον καθένα.
(Σηκώνεται. Σιγά)
Τι να κάνω για σένα;
ΑΡΒΑΖ
Θα το μάθεις σε λίγο.
ΛΕΣΛΥ
Όχι αυτό. Εννοώ τι θέλεις να σου φτιάξω, να σου δώσω να φας ή να πιεις κάτι. Τι;
ΑΡΒΑΖ
Ε! Δε σε πληρώνω για υπηρέτριά μου. Κάτσε. Δε θέλω τίποτα.
ΛΕΣΛΥ
(τον αγκαλιάζει)
Κάνε μου τη χάρη: μην ξαναμιλήσεις για λεφτά. Πες μου, θέλεις κάτι;
ΑΡΒΑΖ
Ένα ποτήρι νερό μόνο. Είναι στο ψυγείο κάτω δεξιά.
(Η Λέσλυ φέρνει το νερό. Ο Αρβάζ το παίρνει και το αφήνει πάνω στο τραπέζι)
Ευχαριστώ.
ΛΕΣΛΥ
Δε θα πιεις;
ΑΡΒΑΖ
Όχι ακόμα.
ΛΕΣΛΥ
(Κυττάζει γύρω προσπαθώντας να φαίνεται χαρούμενη)
Ξέρω ένα φτηνό μαγαζί που πουλάει έπιπλα φτηνά και όμορφα. Θα πάμε μια μέρα μαζί ν' αγοράσουμε μερικά. Ετούτος ο καναπές δε στέκει καλά. Και το κρεββάτι θα 'ναι μεγαλύτερο σε ηλικία από μένα. Ένα τραπέζι της προκοπής, δυο τρεις καρέκλες, όλα θα γίνουν διαφορετικά.
ΑΡΒΑΖ
Δε χρειάζεται τίποτα Λέσλυ.
ΛΕΣΛΥ
Και κουρτίνες καινούργιες για τα παράθυρα. Μερικά καλά ποτήρια...
ΑΡΒΑΖ
Καλά είναι κι έτσι Λέσλυ
ΛΕΣΛΥ
Δεν είναι καλά. Και θα 'ρχωμαι να σε βλέπω όταν θα 'χουμε καιρό ελεύθερο κι οι δυο μας. Μ' αρέσει εδώ.
ΑΡΒΑΖ
Κι εγώ θα 'θελα να σε βλέπω. Μα δε γίνεται. Ξέχασέ το. Ας γυρίσουμε στη δουλειά μας.
ΛΕΣΛΥ
Τα μισά λεφτά θα τα δώσω εγώ αφού θα είναι λίγο σαν σπίτι μου το σπίτι σου.
ΑΡΒΑΖ
(Ήρεμα και αποφασιστικά)
Όχι Λέσλυ.
ΛΕΣΛΥ
...Θα φύγεις! Θα φύγεις από δω γι αυτό δε θέλεις να φτιάξεις το διαμέρισμά σου! Το βρήκα-ναι;
ΑΡΒΑΖ
Το βρήκες Λέσλυ. Θα φύγω.
ΛΕΣΛΥ
Γι αυτό είπες πριν "τι δε θα 'χα να δω ακόμα"...μα δε θα δεις...Για πού; Για την πατρίδα;
ΑΡΒΑΖ
Για την πατρίδα. Γι αυτό έλα. Έχουμε λίγη δουλειά ακόμα οι δυο μας. Μη μου ξεφεύγεις.
ΛΕΣΛΥ
(Κάθεται)
Δεν ξεφεύγω-πού θα πήγαινα;
ΑΡΒΑΖ
(σηκώνεται)
Φεύγοντας κάποιος από την πατρίδα του χάνει όλα όσα είχε εκεί πέρα. Ακόμα κι όσα πήρε μαζί του ελπίζοντας πως θα τα έχει δικά του. Μνήμες, περιπέτειες, χαρές, λύπες...Ακόμα και τα πράγματα. Λες κι όταν φύγανε κι αυτά από τον τόπο τους άλλαξαν τ' όνομά τους. Όταν κανείς το καταλάβει αυτό, η πρώτη του κίνηση είναι να ξαναχτίσει καινούργια ζωή στην ξενητειά, γεμίζοντάς την με ό,τι σ' αυτήν μάζεψε, χάρηκε, δούλεψε, έκλαψε, πόθησε. Μάταιος κόπος. Η ζωή που ζει τώρα δεν είναι η δική του. Κάποιος άλλος κλαίει, χαίρεται, ποθεί γι αυτόν. Πολλοί δέχονται την καινούργια κατάσταση. Μερικοί, όπως εγώ, δεν μπορούν ν' αφήσουν τον παληό τους εαυτό. Και πεθαίνουν μαζί του όπως ο
καπετάνιος στους αλλοτινούς καιρούς πνίγονταν με το καράβι του μαζί.
ΛΕΣΛΥ
Μη μιλάς για θάνατο. Μια γυναίκα θα σε βοηθήσει να φτιάξεις πάλι τη ζωή σου.
ΑΠΒΑΖ
Πώς;
ΛΕΣΛΥ
Με την αγάπη της. Δεν ξέρω…έτσι λένε όλοι...
ΑΡΒΑΖ
Αν μια γυναίκα ερχόταν στην αρχή της εξορίας μου, τότε ίσως να βοηθούσε. Τότε, πριν σπάσει η συνέχεια. Θα με βύθιζε στο τέλμα της υποταγής και της ρουτίνας και θα πέθαινα ένα ευτυχισμ;νο μηδενικό που δεν έχει ιδέα για τη μηδενικότητά του. Όμως δεν ήρθε. Και ποια γυναίκα θα πλησίαζε ένα ξένο;
Έτσι έμεινα μόνος. Μη νομίσεις πως στενοχωριέμαι ή λυπάμαι γι αυτό. Όχι. Όλα έγιναν όπως έπρεπε να γίνουν. Μάλιστα χρωστώ χάρη στην ξενητειά. Μ' έκανε να γνωρίσω τον εαυτό μου.
ΛΕΣΛΥ
Μαθαίνοντάς σου την απελπισία;
ΑΡΒΑΖ
Ναι. Το κατάλαβες.
ΛΕΣΛΥ
Το είδα με τα καινούργια μάτια που μου 'δωσες.
ΑΡΒΑΖ
Σ' ευχαριστώ που μαθαίνεις εύκολα. Και τώρα στη δουλειά.
ΛΕΣΛΥ
Μη τη λες δουλειά πια. Ό,τι και αν κάνουμε μαζί οι δυο μας θα 'ναι η εκπλήρωση ενός καθήκοντος. Σ' ακούω.
ΑΡΒΑΖ
Λοιπόν, απ' όλα που είχα στην πατρίδα, πιο πολύ μου 'χει λείψει το κλάμμα. Εδώ όλοι γελάνε. Στην πατρίδα μου το γέλιο είναι ακριβό. Γι αυτό σε θέλω: να κλάψεις για μένα.
ΛΕΣΛΥ
Αρβάζ!
ΑΡΒΑΖ
Ναι. Αυτό θέλω. Άκου Λέσλυ. Στην πατρίδα μου όταν πεθαίνει κάποιος, τονε κλαίνε. Κυρίως γυναίκες. Δηλαδή γνωστές και συγγένισσες μαζεύονται γύρω από το φέρετρο του νεκρού και τον κλαίνε για ολόκληρη μια νύχτα. Για σκέψου! Κλάμμα τόσες ώρες από τόσους ανθρώπους...Αυτό μια φορά μετράει. Δείχνει πως ο πεθαμένος έλειψε από κάποιον. Πως νιώσαν ότι έφυγε. Κι αν κανείς δεν υπάρχει για να κλάψει το νεκρό, τότε νοικιάζουν γυναίκες, μιαν ή περισσότερες, που η δουλειά τους είναι ακριβώς αυτή: να κλάψουν τον νεκρό. Γι αυτό σε θέλω. Όταν πεθάνω θέλω να με κλάψεις. Αυτός είναι ο λόγος που σ' έφερα εδώ.
ΛΕΣΛΥ
Να κλάψω;
ΑΡΒΑΖ
Ναι Λέσλυ. Καταλαβαίνω, το βλέπεις γελοίο. Όμως για μένα είναι σημαντικό. Θα έχω έτσι την ψευδαίσθηση πως σε κάποιον θα λείψω.Κι αυτός ο κάποιος θα είσαι συ. Ντρέπομαι γι αυτά που σου λέω. Και ίσως να μη με καταλαβαίνεις. Αν είν' έτσι πες το μου.
ΛΕΣΛΥ
Και βέβαια είναι γελοία ολ' αυτά. Όχι. Δε θα πεθάνεις. Δε θα σε κλάψω. Θα γελώ. Και θα μάθω το γέλιο σε σένα κι όχι εσύ το κλάμμα σε μένα. Κουταμάρες εκεί!.. Μ' έκανες να σε νιώσω΄ να ενδιαφερθώ για σένα΄ να πιστέψω σε σένα. Ήτανε λοιπόν μόνο και μόνο για να μου ζητήσεις αυτό; Για να μου πεις πως θα πεθάνεις; Όχι, δε θα κλάψω για σένα. Θα γελώ για σένα. Και συ για μένα. Κι οι δυο με τη ζωή. Αν έκλαιγα για σένα θα 'τανε γιατί μου 'λειψες. Κι αφού θα μου είχες λείψει, θα πει πως σε χρειάζομαι. Κι αφού σε χρειάζομαι-αφού σε χρειάζεται κάποιος-δεν έχεις να πεθάνεις. Ζήσε λοιπόν. Και μόνο που μιλήσαμε γι αυτή τη λίγην ώρα, νιώθω πως κάτι άλλαξε σε μένα. Σαν με τα λόγια και με τη στάση σου να γέννησες έναν άλλο άνθρωπο μέσα μου. Κι ό,τι σου λέω από τότε, αυτός ο καινούργιος άνθρωπος είναι που τα λέει. Κι είναι ωραίος αυτός ο άνθρωπος. Και για να ζήσει σε χρειάζεται.
ΑΡΒΑΖ
Έτσι νομίζεις. Είναι μια εντύπωση της στιγμής. Νομίζεις ότι κάτι άλλαξε μέσα σου. Δεν άλλαξε. Και ευτυχώς. Γιατί αλλιώς θα 'ταν ένα μαρτύριο η ζωή σου. Φαντάσου-ένα δυστυχισμένο πλάσμα -εμένα-είδες κι άρχισες να κλαις. Σκέψου τι θα γινόταν αν, ο καινούργιος άνθρωπος που λες πως γεννήθηκε μέσα σου έβλεπε όλη τη δυστυχία του κόσμου.
ΛΕΣΛΥ
Με κάνεις και μένα δυστυχισμένη με τα λόγια σου αυτά.
ΑΡΒΑΖ
Δεν είσαι δυστυχισμένη. Δυστυχία είναι να έχεις συναίσθηση της δυστυχίας σου. Εσύ πατάς γερά στον κόσμο της ύπαρξης' ένα κόσμο χάρτινο, που όμως μπορεί ν' αντέξει το βάρος το μικρό της ζωής σου. Μα η δική μου ζωή, πατώντας πάνω στον χάρτινο αυτόν κόσμο, τον γκρεμίζει με το βάρος της.ψΚαι να 'μαι πεσμένος στην άβυσσο που κρυβόταν από κάτω του.
ΛΕΣΛΥ
Μην είσαι εγωιστής. Μην κυττάζεις το κακό που έγινε στον εαυτό σου. Κύτταξε το καλό που μπορείς να κάνεις εσύ στους άλλους. Και ζήσε. Δες με-είμαι εγώ ο ίδιος άνθρωπος που μπήκε εδώ μαζί σου πριν μια ώρα;
ΑΡΒΑΖ
Ο σπόρος της αλλαγής είναι που έπεσε μέσα σου Λέσλυ. Κι αλήθεια, χαίρομαι γι αυτό σαν να 'πλασα κιόλας όχι ένα νέον άνθρωπο, αλλά ένα ολόκληρο νέο κόσμο. Σε χρόνια, όταν θα φτάσεις κι εσύ στην ηλικία μου, τότε θα δεις κι εσύ τα πράγματα όπως τα βλέπω. Θα δεις πόσο η ζωή σου ήταν άδεια, θα δεις τι σημαίνει ξενητειά, θα δεις πόσο στα ξένα σου 'λειψαν τα δικά σου πράγματα, τα πράγματα της πατρίδας, θα δεις πόσο άλλος πρέπει να είσαι για να μπορέσεις να ζήσεις. Και μην μπορώντας να γίνεις αυτός ο άλλος άνθρωπος, θα σκεφτείς το θάνατο. Όπως τώρα εγώ.
ΛΕΣΛΥ
Ναι. Ο σπόρος σου κάπου εκεί θα με οδηγήσει. Το νιώθω. Όμως συχώρα με...μα εγώ δεν είμαι...δεν είμαι ξένη...είμαι στην πατρίδα μου...
ΑΡΒΑΖ
Όλοι είμαστε ξένοι στη γη. Κάποτε θα το καταλάβεις.
ΛΕΣΛΥ
Ίσως. Και ίσως κι εγώ να θέλω να πεθάνω. Και κάποιος να θέλει να με σταματήσει. Όπως θα σταματήσω τώρα εγώ εσένα.
(Κλαίει)
Δε θέλω να σε κλάψω. Δε θέλω να πεθάνεις. Δε θέλω...
ΑΡΒΑΖ
Μα, Λέσλυ, δεν πέθανα ακόμα.
ΛΕΣΛΥ
Όχι. Δε θα πεθάνεις. Δε θα κλάψω για σένα-όχι-δε θα κλάψω...
ΑΡΒΑΖ
Καλή μου, κάνε το-μου σαν μια χάρη. Είσαι η μόνη που μπορεί και που θέλω να κλάψει για μένα. Κλάψε με Λέσλυ. Μόνο έτσι θα πάω ευχαριστημένος.
Δεν το θέλεις να φύγω ευχαριστημένος; Κλάψε με.
ΛΕΣΛΥ
Θα 'τανε σαν να σε σκοτώνω-όχι.
ΑΡΒΑΖ
(Την πλησιάζει, παίρνει τα χέρια της στα χέρια του και τα φιλεί)
Λέσλυ, δεν μπορείς να με σκοτώσεις. Είμαι κιόλας πεθαμένος. Μα...γιατί πάγωσαν τα χέρια σου ξαφνικά;
ΛΕΣΛΥ
(Ελευθερώνει τα χέρια της)
Βρήκα έναν άνθρωπο και είναι κι αυτός πεθαμένος;
ΑΡΒΑΖ
Είναι γιατί δεν υπάρχει ανθρωπιά. Γιατί όπου γεννηθεί, την ίδια στιγμή πεθαίνει. Σαν μια χιονονιφάδα που πριν προλάβεις να την αγγίσεις έχει λυώσει κιόλας. Σαν μια αστραπή που για μια στιγμή τη βλέπεις και τελείωσε. Μα εκείνη η στιγμή είναι που μετράει-αυτήν όταν γνωρίσεις τα έχεις γνωρίσει όλα. Και ύστερα όλα για σένα είναι ένα μεγάλο τίποτα.
ΛΕΣΛΥ
Αφού δε θέλεις να ζήσεις για μένα, ζήσε για τους άλλους...ζήσε για μένα...
ΑΡΒΑΖ
Για τους άλλους;..Για σένα;..Ω! Λέσλυ! Πώς να στο πω ...πώς να στο πω χωρίς να με κοροϊδέψεις...πώς να στο πω και να με πίστευες...πώς να στο πω και να μη, ίσως, με μισήσεις...
ΛΕΣΛΥ
Πίστεψα σε σένα. Θα πιστέψω κι ό,τι μου πεις. Πώς μπορείς να σκεφτείς πως θα σε κορόϊδευα;
ΑΡΒΑΖ
(σιγά και πειστικά)
Λέσλυ, δεν υπάρχεις ούτε εσύ ούτε οι άλλοι.
(Η Λέσλυ μένει ακίνητη και σιωπηλή για λίγο. Ξαφνικά μια λάμψη περνάει από τα μάτια και από το μυαλό της και τα φωτίζει. Ύστερα ήρεμα, γλυκά, τρυφερά, υποτακτικά και αποφασιστικά)
ΛΕΣΛΥ
Έλα Αρβάζ. Έλα καλέ μου. Πες μου τι πρέπει να κάνω. Έλα.
(Τον φιλεί απαλά, σαν αέρινα, στα χείλη, στα μάτια, στα μαλλιά, στα χέρια, ενώ μιλεί)
Μίλα λατρευτέ μου. Διάταξέ με. Πες μου τι να πω και τι να κάνω θρηνώντας. Όλα θα γίνουν όπως μου πεις.
ΑΡΒΑΖ
Ας κλείσουμε το παράθυρο.
(Το κλείνει)
Αν άκουγε κανείς το θρήνο σου θα τρόμαζε.
ΛΕΣΛΥ
Πες μου.
ΑΡΒΑΖ
Όταν βγει και η τελευταία μου πνοή θ΄αρχίσεις το θρήνο. Θα κλαις σαν να πέθανες εσύ η ίδια. Ή σαν να έχασες ένα πολύ αγαπητό σου πρόσωπο. Ο θρήνοε θα βγαίνει από το στόμα σου σαν χείμαρρος. Σαν μέχρι τώρα να τον συγκρατούσες για κάποιαν αιτία. Θα προσπαθείς, όσο μπορείς, οι κραυγές σου να φτιάχνουν λόγια, λέξεις, προτάσεις ολοκληρωμένες όσο είναι δυνατό-όσο σου επιτρ;πει το κλάμμα. Θα δαγκώνεις τα χείλη σου από την απελπισία. Θα τραβάς τα μαλλιά σου, θα ξεσχίζεις τα ρούχα σου, θα δέρνεις τα στήθη και τους μηρούς σου με τα χέρια σου. Το τι θα λες αποφάσισέ το εσύ η ίδια. Αν όμως αυτό σε δυσκολεύει, σου έχω αφήσει ένα μοιρολόγι. Έτσι λένε στην πατρίδα μου τα λόγια που λένε θρηνώντας επάνω από τους νεκρούς. Παραλλαγές και προσθαφαιρέσεις θα κάνεις μόνη σου, χωρίς να το καταλάβεις αφού πραγματικός πόνος θα σε οδηγεί. Η φωνή σου θα είναι δυνατή, πολύ πονεμένη, στριγγιά. Το κλάμμα δύσκολα θ' αφήνει τα λόγια να ξεχωρίζουν. Η φωνή σου θα 'χει ανεβάσματα και κατεβάσματα. Κάθε εκπνοή σου θα καταλήγει σε βογγητό ή σε άναρθρη στριγγιά φωνή.
ΛΕΣΛΥ
Κατάλαβα. Θα γίνει όπως μου είπες. Πριν όμως θέλω κι εγώ κάτι από σένα. Ένα φιλί.
ΑΡΒΑΖ
Ο έρωτας είναι η δυστυχία του ανθρώπου.
ΛΕΣΛΥ
Ένα φιλί.
ΑΡΒΑΖ
Η επιθυμία είναι το δόλωμα της ζωής.
ΛΕΣΛΥ
Το θέλω.
ΑΡΒΑΖ
Η ηδονή είναι ο φονιάς της γνώσης.
ΛΕΣΛΥ
Είμαι γυναίκα.
ΑΡΒΑΖ
(Απλώνει τα χέρια του)
Έλα.
(Η Λέσλυ πλησιάζει. Φιλιούνται μ' ένα παρατεταμένο, παθιασμένο φιλί. Μετά απ' αυτό μένουν σφιχτά, απελπισμένα αγκαλιασμένοι, σαν να γυρεύουν να γίνουν ένα σώμα οι δυο τους. Τέλος χωρίζουν)
ΛΕΣΛΥ
Τι γλύκα! Ίδιος ο θάνατος!
(Κάθεται. Δακρύζει. Τα δάκρυα τρέχουν ασταμάτητα από τα μάτια της, αβίαστα, χωρίς αναφυλλητά, σαν αυτό να είναι μία φυσιολογική κατάσταση όπως όταν μιλάμε ή ανασαίνουμε. Έτσι τα δέχεται και ο Αρβάζ. Και έτσι ως το θάνατο του Αρβάζ)
ΑΡΒΑΖ
Είχα σκοπό να σε αφήσω εδώ
(Βγάζει ένα άσπρο κουτάλι από την τσέπη του)
και να πάω στην κουζίνα για να πάρω αυτή τη σκόνη.
(Σκουπίζει τα δάκρυα της Λέσλυ)
Τώρα όμως δε χρειάζεται-έτσι δεν είναι;
ΛΕΣΛΥ
(Ψιθυριστά μέσα από τα αναφυλλητά της)
Όχι, δε χρειάζεται...
ΑΡΒΑΖ
(Δείχνει έναν φάκελλο στη Λέσλυ)
Μέσα εδώ βρίσκονται χρήματα-πέταξέ τα-,ένα μοιρολόγι κι ένα γράμμα για την περίπτωση που κάποιος θα ήθελε να σε συνδέσει με το θάνατό μου.
(Ρίχνει τη σκόνη μέσα στο ποτήρι με το νερό και πίνει. Ύστερα ξαπλώνει στο κρεββάτι. Σιωπή. Χωρίς να κυττάζει τη Λέσλυ)
Σ' ευχαριστώ.
ΛΕΣΛΥ
Εσύ εμένα;
(Κάθεται στην πολυθρόνα που βρίσκεται δίπλα στο κρεββάτι του Αρβάζ, κλείνει το χέρι του στα χέρια της και το φιλεί απαλά και το χαϊδεύει, ώσπου να νιώσει ότι αυτό παραλύει. Τότε ξεσπάζει σε γοερό θρήνο ξεσχίζοντας τα ρούχα και τα μάγουλά της)
ΑΥΛΑΙΑ
George Holiastos
Δημοσίευση σχολίου